-
1 ссуда
το δάνει/οдолевая - (μεγάλου ποσού), χορηγούμενο υπό πολλών τραπεζώνРусско-греческий словарь научных и технических терминов > ссуда
-
2 ссуда
-ы θ.δάνειο•денежная ссуда χρηματικό δάνειο•
беспроцентная ссуда άτοκο δάνειο•
погашение -ы απόσβεση δανείου•
долгосрочная ссуда μακροπρόθεσμο δάνειο•
ссуда под проценты το έντοκο δάνειο•
брать (взять) -у παίρνω δάνειο•
выдавать (выдать) -у δίνω δάνειο, δανειοδοτώ.